- ἀκυρία
- ἀκῡρία λέξεως,A impropriety of language, Hermog.Meth.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακυρία — η (Α ἀκυρία) [ἄκυρος] νεοελλ. η έλλειψη εγκυρότητας αρχ. η ακυρολεξία* … Dictionary of Greek